φουχτώνω
Смотреть что такое "φουχτώνω" в других словарях:
φουχτώνω — Ν βλ. χουφτώνω … Dictionary of Greek
φουχτώνω — φούχτωσα, φουχτώθηκα, φουχτωμένος, και χουφτώνω χούφτωσα, χουφτώθηκα, χουφτωμένος, μτβ., αρπάζω κάτι με τη φούχτα, με την παλάμη, χεροβολιάζω: Φούχτωσε το σακουλάκι κι έφυγε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φούχτωμα — το, Ν [φουχτώνω] βλ. χούφτωμα … Dictionary of Greek
χουφτωσιά — και φουχτωσιά, η, Ν χούφτωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χουφτωσ /φουχτωσ τού αορ. χούφτωσα / φούχτωσα τού χουφτώνω / φουχτώνω + κατάλ. ιά (πρβλ. ριξ ιά)] … Dictionary of Greek
χουφτώνω — και φουχτώνω Ν [χούφτα / φούχτα] 1. πιάνω κάτι με την χούφτα, πιάνω γερά 2. αρπάζω («μού χούφτωσε τα χρήματα και έφυγε») 3. μτφ. κάνω βίαιη ερωτική χειρονομία … Dictionary of Greek
χούφτωμα — και φούχτωμα, το, Ν [χουφτώνω / φουχτώνω] 1. το να αρπάζει κανείς κάτι με την χούφτα 2. μτφ. βάναυση ερωτική χειρονομία … Dictionary of Greek
φουχτίζω — φούχτισα, και χουφτίζω χούφτισα, μτβ., φουχτώνω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χουφτώνω — και φουχτώνω αρπάζω με τη χούφτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)